Πρωταγόρα

Πρωταγόρα
Πρωταγόρᾱ , Πρωταγόρας
masc nom/voc/acc dual
Πρωταγόρᾱ , Πρωταγόρας
masc voc sg (attic)
Πρωταγόρᾱ , Πρωταγόρας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πρωταγόρᾳ — Πρωταγόρᾱͅ , Πρωταγόρας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωταγόρας — Πρωταγόρᾱς , Πρωταγόρας masc acc pl Πρωταγόρᾱς , Πρωταγόρας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωταγόραι — Πρωταγόρᾱͅ , Πρωταγόρας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωταγόραν — Πρωταγόρᾱν , Πρωταγόρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημόκριτος — I (Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του δεν είναι ακριβείς. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διττή επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …   Dictionary of Greek

  • πρωταγόρειος — α, ο / πρωταγόρειος, εία, ον, ΝΑ [Πρωταγόρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φημισμένο Αβδηρίτη σοφιστή τού 5ου π. Χ. αιώνα Πρωταγόρα …   Dictionary of Greek

  • τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”